- ανακρεόντειος
- -α, -ο (Α ἀνακρεόντειος, -ον) [Ἀνακρέων, -οντος]αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον Ανακρέοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀνακρεόντειος — of Anacreon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακρεόντειον — Ἀνακρεόντειος of Anacreon masc acc sg Ἀνακρεόντειος of Anacreon neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακρεοντείου — Ἀνακρεόντειος of Anacreon masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακρεοντείῳ — Ἀνακρεόντειος of Anacreon masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακρεόντεια — Ἀνακρεόντειος of Anacreon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)